υποδηματοποιός

υποδηματοποιός
ο
ο κατασκευαστής υποδημάτων, ο τσαγκάρης, ο παπουτσής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποδηματοποιός — sandalmaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδηματοποιός — ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ὑποδηματοποιῶν — ὑποδηματοποιός sandalmaker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγάριος — καλ(λ)ιγάριος, ὁ (AM) ο υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. caligarius «υποδηματοποιός» < caliga «υπόδημα»] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του …   Dictionary of Greek

  • ηνιοποιός — ἡνιοποιός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής χαλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο ποιός, υποδηματοποιός] …   Dictionary of Greek

  • καλιγάριος — καλιγάριος, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει καλίγες, αρβύλες, ο υποδηματοποιός, ο καλιγάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγα + άριος (πρβλ. αποθηκ άριος, βιβλιοθηκ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… …   Dictionary of Greek

  • καρβάτινος — καρβάτινος, ίνη, ον (Α) 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού 2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”